- τυφώνιος
- και τυφώνειος και τυφαόνιος, -(ε)ία, -ον, Α [Τυφῶν, -ῶνος / Τυφάων]1. τυφωνικός2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τυφώνιοια) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσειςβ) (κατ' επέκτ.) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί3. το θηλ. ως ουσ. ἡ τυφωνίατο γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες φυτό αγριολεβάντα και χαμολίβανο4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τυφώνιονγάιδαρος.
Dictionary of Greek. 2013.